λαρυγγώδης
Смотреть что такое "λαρυγγώδης" в других словарях:
λαρυγγώδης — ες (για ήχο) [λάρυγγας] αυτός που αναδίδεται από τον λάρυγγα … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek